απιστομίζω

απιστομίζω
κ. -μώνω κ. μώ
βλ. επιστομίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιστομίζω — και απιστομίζω (AM ἐπιστομίζω) [επίστομα] νεοελλ. 1. βάζω κάποιον επίστομα (ή απίστομα), με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα 2. πέφτω επίστομα, μπρούμυτα 3. μπαίνω μπροστά σε κάποιον και τόν εμποδίζω αρχ. μσν. 1. φιμώνω, τοποθετώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”